αὔτανδρος

αὔτανδρος
αὔτ-ανδρος, ον, ([etym.] ἀνήρ)
A together with the men, men and all,

ναῦς αὐτάνδρους ἀπέβαλον Plb.1.23.7

, cf. Sosyl.p.31 B., A.R.3.582, Luc.Bacch.3, etc.;

πόλεις αὐ. ἀνῃρῆσθαι D.H.7.60

: hence αὔ. λαός the people, every man of them, J.BJ3.7.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὔτανδρος — together with the men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύτανδρος — η, ο (AM αὔτανδρος, ον) [ανήρ] Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο» β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον… …   Dictionary of Greek

  • αύτανδρος — η, ο (για πλοίο, βάρκα κτλ.), αυτός που χάνεται μαζί με όλους όσους βρίσκονται μέσα του: Το πλοίο χάθηκε αύτανδρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτάνδρως — αὔτανδρος together with the men adverbial αὔτανδρος together with the men masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτανδρον — αὔτανδρος together with the men masc/fem acc sg αὔτανδρος together with the men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρου — αὔτανδρος together with the men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρους — αὔτανδρος together with the men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρων — αὔτανδρος together with the men masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάνδρῳ — αὔτανδρος together with the men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτανδρα — αὔτανδρος together with the men neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτανδροι — αὔτανδρος together with the men masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”